- σορελλη
- σορέλληἡ [σορός] ирон. (о дряхлом старике) стоящий одной ногой в могиле, старая развалина Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σορέλλη — ἡ, Α παρωνύμιο γέροντα που βρίσκεται στο χείλος τού τάφου, που έχει το ένα του πόδι στον τάφο. [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από τη λ. σορός με επίθημα έλλη, πιθ. υποκοριστικό] … Dictionary of Greek